- λαπαρός
- λαπαρόςslackmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… … Dictionary of Greek
λαπαρά — λαπαρός slack neut nom/voc/acc pl λαπαρά̱ , λαπαρός slack fem nom/voc/acc dual λαπαρά̱ , λαπαρός slack fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρώτερον — λαπαρός slack adverbial comp λαπαρός slack masc acc comp sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρόν — λαπαρός slack masc acc sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρώτατον — λαπαρός slack masc acc superl sg λαπαρός slack neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαραί — λαπαρός slack fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαροί — λαπαρός slack masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαροῦ — λαπαρός slack masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρούς — λαπαρός slack masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαπαρωτέρη — λαπαρός slack fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)